- σχιζοφρενικός
- η , ό[ν] шизофренический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σχιζοφρενικός — ή, ό, Ν [σχιζοφρενία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σχιζοφρενία ή αυτός που προσιδιάζει σε σχιζοφρενή («σχιζοφρενικές αντιδράσεις») 2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από σχιζοφρενία («σχιζοφρενικό άτομο») 3. φρ. «σχιζοφρενικές ψυχώσεις»… … Dictionary of Greek
σχιζοφρενικός — ή, ό σχιζοφρενής ή αυτός που αναφέρεται στη σχιζοφρενία: Παρουσιάζει σχιζοφρενικά συμπτώματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λαδιά, Ελένη — (Αθήνα 1945 –). Αρχαιολόγος, θεολόγος και λογοτέχνης. Αν και σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (τμήμα αρχαιολογίας) και στη θεολογική σχολή του ίδιου πανεπιστημίου, η λογοτεχνία υπήρξε η μοναδική της ενασχόληση. Έχει γράψει… … Dictionary of Greek